κροκίδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κροκίδα | οι | κροκίδες |
γενική | της | κροκίδας | των | κροκίδων |
αιτιατική | την | κροκίδα | τις | κροκίδες |
κλητική | κροκίδα | κροκίδες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κροκίδα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κροκύς, και γραφή, -ίς ή κρόκη1 (νήμα, χνούδι μάλλινου υφάσματος), από την αιτιατική: τὴν κροκύδα με απλοποίηση ορθογραφίας <υ> < <ι> < κρέκω (υφαίνω, χτυπώ το ύφασμα, χτυπώ χορδή οργάνου με πλήκτρο). Δεν σχετίζεται με τη λέξη κρόκος.
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kɾoˈci.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κρο‐κί‐δα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κροκίδα θηλυκό
- το χνούδι του υφάσματος, συσσωμάτωμα ή μπάλα από μαλλί ή βαμβάκι
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- κροκίδι (ουδέτερο)
ετυμολογικές γραφές:
Συγγενικά[επεξεργασία]
- κροκιδισμός, κροκυδισμός (ιατρική)
- κροκίδωση, κροκύδωση (χημεία)
- αρχαία ελληνικά: κροκυδίζω
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- κροκύς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ελπίδα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)