κροκίδι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κροκίδι | τα | κροκίδια |
γενική | του | κροκιδιού | των | κροκιδιών |
αιτιατική | το | κροκίδι | τα | κροκίδια |
κλητική | κροκίδι | κροκίδια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κροκίδι < κροκίδ(α) (θηλυκό) με μεταπλασμό + -ι (ουδέτερο)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kɾoˈci.ði/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κρο‐κί‐δι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κροκίδι
- άλλη μορφή του κροκίδα
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- κροκύδι (ετυμολογική γραφή, δείτε ετυμολογία «κροκίδα»)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κροκίδι
|