κροσάρισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κροσάρισμα < (κροσάρω) κροσάρισ-α + -μα < αγγλική cross • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κροσάρισμα ουδέτερο
- (ναυτικός όρος) η πλεύση ενός στενού, διαύλου κ.λπ. στη θάλασσα· το να διασχίζω μια θαλάσσια περιοχή
- (ναυτικός όρος) η διασταύρωση με άλλο σκάφος / πλοίο
- (αγγλισμός, τεχνολογία) ο διαχωρισμός του ακουστικού σήματος σε ομάδες με διαφορετικό εύρος συχνοτήτων (π.χ. υψηλές, μέσες, χαμηλές συχνότητες) (από το αγγλικό: crossover)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -μα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αγγλισμοί (νέα ελληνικά)
- Τεχνολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)