κροταλίας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κροταλίας < λατινική crotalum < αρχαία ελληνική κρόταλον
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kɾɔ.taˈli.as/
- συλλαβισμός : κρο‐τα‐λί‐ας
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κροταλίας αρσενικό
- (φίδι) είδος δηλητηριώδους φιδιού με κρόταλο στην άκρη της ουράς, από το γένος Crotalus
- ο πονηρός άνθρωπος
- Πρόσεχέ τον! Είναι κροταλίας!