κρουστός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | κρουστός | η | κρουστή | το | κρουστό |
γενική | του | κρουστού | της | κρουστής | του | κρουστού |
αιτιατική | τον | κρουστό | την | κρουστή | το | κρουστό |
κλητική | κρουστέ | κρουστή | κρουστό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | κρουστοί | οι | κρουστές | τα | κρουστά |
γενική | των | κρουστών | των | κρουστών | των | κρουστών |
αιτιατική | τους | κρουστούς | τις | κρουστές | τα | κρουστά |
κλητική | κρουστοί | κρουστές | κρουστά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kɾuˈstos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κρου‐στός
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
- κρουστός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κρουστός & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική instruments à percussion ή τη γερμανική Schlaginstrumente (στον πληθυντικό)[1]. Δείτε κρούω
Επίθετο[επεξεργασία]
κρουστός
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κρουστός
|
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
κρουστός
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ κρουστός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μουσική (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ός (νέα ελληνικά)
- Υφάσματα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)