κρυολογώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κρυολογώ < κρύο + -λογώ

Ρήμα[επεξεργασία]

κρυολογώ, πρτ.: κρυολογούσα, στ.μέλλ.: θα κρυολογήσω, αόρ.: κρυολόγησα, μτχ.π.π.: κρυολογημένος

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]