κρυομαγνητισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κρυομαγνητισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική cryomagnetism < αρχαία ελληνική κρύος + Μάγνης
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κρυομαγνητισμός αρσενικό
- (φυσική) ο μαγνητισμός όπως λειτουργεί σε πολύ χαμηλές θερμοκρασίες
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κρυομαγνητισμός
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φυσική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)