κρυοσυντηρημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
κρυοσυντηρημένος < προήλθε από το ουσιαστικό κρυοσυντήρηση και δεν υπάρχει ακόμα αντίστοιχο ρήμα στα ελληνικά
Μετοχή[επεξεργασία]
κρυοσυντηρημένος, -η, -ο
- που συντηρείται στο ψύχος
- κρυοσυντηρημένο σπέρμα, ωάριο, έμβρυο, αίμα
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κρυοσυντηρημένος