κρυοχειρουργική
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κρυοχειρουργική < κρύο + χειρουργική
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κρυοχειρουργική θηλυκό
- θεραπευτική τεχνική καλοηθών και κακοηθών δερματικών βλαβών με χρήση υγρού αζώτου
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κρυοχειρουργική