κρυπτογραφία
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κρυπτογραφία (μαρτυρείται από το 1813)[1]< λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική cryptographie[2]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κρυπτογραφία θηλυκό
- μέθοδος που μετατρέπει μηνύματα χρησιμοποιώντας κάποιον μυστικό κώδικα έτσι ώστε αυτά να μην μπορούν να γίνουν αντιληπτά από κάποιον που δεν κατέχει τον κώδικα
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- κρυπτογράφημα
- κρυπτογράφηση
- κρυπτογραφικός
- κρυπτογράφος
- κρυπτογραφώ
- → και δείτε τις λέξεις κρύβω, γράφω και γραφή
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κρυπτογραφία
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ σελ. 575, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
- ↑ κρυπτογραφία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)