κρυπτογραφικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κρυπτογραφικός η κρυπτογραφική το κρυπτογραφικό
      γενική του κρυπτογραφικού της κρυπτογραφικής του κρυπτογραφικού
    αιτιατική τον κρυπτογραφικό την κρυπτογραφική το κρυπτογραφικό
     κλητική κρυπτογραφικέ κρυπτογραφική κρυπτογραφικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κρυπτογραφικοί οι κρυπτογραφικές τα κρυπτογραφικά
      γενική των κρυπτογραφικών των κρυπτογραφικών των κρυπτογραφικών
    αιτιατική τους κρυπτογραφικούς τις κρυπτογραφικές τα κρυπτογραφικά
     κλητική κρυπτογραφικοί κρυπτογραφικές κρυπτογραφικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κρυπτογραφικός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

κρυπτογραφικός

  • που έχει σχέση με ή αναφέρεται στην κρυπτογράφηση ή την κρυπτογραφία
    όσο μεγαλύτερο είναι το κρυπτογραφικό κλειδί, τόσο πιο ασφαλές θα είναι το κρυπτογραφημένο μήνυμα, αν ο αλγόριθμος κρυπτογράφησης δεν έχει γνωστές αδυναμίες


Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]