κρυπτό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Δείτε επίσης: Περιοδικός πίνακας των στοιχείων |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
κρυπτό < αγγλική krypton < αρχαία ελληνική κρυπτός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κρυπτό ουδέτερο
- (χημεία) ευγενές αέριο με ατομικό αριθμό 36 και χημικό σύμβολο το Kr
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κρυπτό | ||
γενική | του | κρυπτού | ||
αιτιατική | το | κρυπτό | ||
κλητική | κρυπτό | |||
όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
κρυπτό στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κρυπτό
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
κρυπτό
Κατηγορίες:
- Χημικά στοιχεία (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Χημεία (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' χωρίς πληθυντικό
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)