κρυσταλλικός
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κρυσταλλικός < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα κρυσταλλικός < γαλλική cristall(in) (στην νέα σημασία) < λατινική crystallinus < αρχαία ελληνική κρυστάλλινος + -ικός για διάκριση από το κρυστάλλινος[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /kɾis.ta.liˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κρυ‐σταλ‐λι‐κός
Επίθετο
[επεξεργασία]κρυσταλλικός, -ή, -ό
- (κρυσταλλογραφία) που αποτελείται από κρυστάλλους
Η ζάχαρη είναι κρυσταλλική ουσία.- ≈ συνώνυμα: κρυσταλιζέ
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κρυσταλλικός
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ κρυσταλλικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
[επεξεργασία]- κρυσταλλικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (γαλλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ικός (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)