Μετάβαση στο περιεχόμενο

κρυσταλλικός

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κρυσταλλικός η κρυσταλλική το κρυσταλλικό
      γενική του κρυσταλλικού της κρυσταλλικής του κρυσταλλικού
    αιτιατική τον κρυσταλλικό την κρυσταλλική το κρυσταλλικό
     κλητική κρυσταλλικέ κρυσταλλική κρυσταλλικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κρυσταλλικοί οι κρυσταλλικές τα κρυσταλλικά
      γενική των κρυσταλλικών των κρυσταλλικών των κρυσταλλικών
    αιτιατική τους κρυσταλλικούς τις κρυσταλλικές τα κρυσταλλικά
     κλητική κρυσταλλικοί κρυσταλλικές κρυσταλλικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κρυσταλλικός < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα κρυσταλλικός < γαλλική cristall(in) (στην νέα σημασία) < λατινική crystallinus < αρχαία ελληνική κρυστάλλινος + -ικός για διάκριση από το κρυστάλλινος[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kɾis.ta.liˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κρυσταλλικός

Επίθετο

[επεξεργασία]

κρυσταλλικός, -ή, -ό

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  • κρυσταλλικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)