κρυφοκαίω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κρυφοκαίω < κρυφ(ο)- + καίω

Ρήμα[επεξεργασία]

κρυφοκαίω

  1. καίγομαι χωρίς φλόγα
  2. (στη λογοτεχνία) λέγεται για κάτι που παιδεύει και τυραννάει κάποιον χωρίς να εκδηλώνεται μπροστά στους άλλους
    το πάθος τον κρυφοκαίει
    ο λυγμός κρυφοκαίει τον λαιμό του