κρυφοκαμαρώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κρυφοκαμαρώνω < κρυφ(ο)- + καμαρώνω

Ρήμα[επεξεργασία]

κρυφοκαμαρώνω