κρυφοκαμαρώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
κρυφοκαμαρώνω
- υπερηφανεύομαι, καμαρώνω μέσα μου, χωρίς να το δείχνω στους άλλους
κρυφοκαμαρώνω