κρυφομιλώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κρυφομιλώ < κρυφ(ο)- + μιλώ

Ρήμα[επεξεργασία]

κρυφομιλώ

  1. μιλώ χωρίς να με αντιληφθούν οι άλλοι
  2. ψιθυρίζω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]