κρυφτό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κρυφτό ουδέτερο
- παιδικό παιχνίδι κατά το οποίο κάποιος τα φυλάει και οι υπόλοιποι συμμετέχοντες κρύβονται όσο εκείνος μετράει, π.χ. μέχρι το 50. Μετά αρχίζει να τους ψάχνει.
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- κρυφτό στη Βικιπαίδεια
Συγγενικά
[επεξεργασία]- κρυφτούλι
- κρύπτω
- κρύβω
- Κρυπτεία
- κρυψώνα
- κρυψίνους
- κρυψορχία
- κρυμμένος
- κρύφιος
- κρυφά
- κρυφακούω
- κρύπτη
- κρυπτόν
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κρυφτό
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]κρυφτό