κρυψίγαμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
κρυψίγαμος
- που έχει παντρευτεί κρυφά
Συγγενικά[επεξεργασία]
- κρυψιγαμία
- → δείτε τις λέξεις κρύβω και γάμος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κρυψίγαμος
|