κρόταφος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κρόταφος οι κρόταφοι
      γενική του κροτάφου
κρόταφου
των κροτάφων
    αιτιατική τον κρόταφο τους κροτάφους
κρόταφους
     κλητική κρόταφε κρόταφοι
Κατηγορία όπως «δάσκαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ανθρώπινος κρόταφος

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κρόταφος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κρόταφος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈkɾo.ta.fos/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κρόταφος αρσενικό

  • (ανατομία) το αριστερό και δεξιό πλαϊνό μέρος του κρανίου, μεταξύ της οφθαλμικής κόγχης και του αφτιού
    με το πιστόλι στον κρόταφο
    η γοητεία των γκρίζων κροτάφων

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]


Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κρόταφος οἱ κρόταφοι
      γενική τοῦ κροτάφου τῶν κροτάφων
      δοτική τῷ κροτάφ τοῖς κροτάφοις
    αιτιατική τὸν κρόταφον τοὺς κροτάφους
     κλητική ! κρόταφε κρόταφοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κροτάφω
γεν-δοτ τοῖν  κροτάφοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κρόταφος < κρότ(ος) + -αφος[1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κρόταφος, -ου αρσενικό

  1. (ανατομία) πλευρά μετώπου
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 15 (Ο. Παλίωξις παρὰ τῶν νεῶν.), στίχ. 609 (608-610)
    ἀμφὶ δὲ πήληξ | σμερδαλέον κροτάφοισι τινάσσετο μαρναμένοιο | Ἕκτορος·
    και, όπως πολεμούσε, | τρομακτικό στους μήλιγγες το κράνος εσειόνταν·
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 20 (Υ. Θεομαχία.), στίχ. 397 (395-397)
    ὁ δ᾽ ἐπ᾽ αὐτῷ Δημολέοντα, | ἐσθλὸν ἀλεξητῆρα μάχης, Ἀντήνορος υἱόν, | νύξε κατὰ κρόταφον, κυνέης διὰ χαλκοπαρῄου.
    και ο Αχιλλεύς κτυπά τον πολεμάρχον | ανδρείον Δημολέοντα, του Αντήνορος βλαστάρι | στον μήλιγγα, ανάμεσα στο χάλκινό του κράνος.
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
  2. (για βουνό) πλαγιά
    ※  6ος/5ος↑ αιώνας Αἰσχύλος, Προμηθεὺς δεσμώτης, στίχ. 721 (717-721)
    ἥξεις δ᾽ ὑβριστὴν ποταμὸν οὐ ψευδώνυμον, | ὃν μὴ περάσῃς, οὐ γὰρ εὔβατος περᾶν, | πρὶν ἂν πρὸς αὐτὸν Καύκασον μόλῃς, ὀρῶν | ὕψιστον, ἔνθα ποταμὸς ἐκφυσᾷ μένος | κροτάφων ἀπ᾽ αὐτῶν.
    Κι ύστερα στον Υβρίστην – όνομα και πράμα – | θα φτάσεις ποταμό, που εύκολα δεν περνιέται, | παρ᾽ όταν έρθεις στους Καυκάσου αυτό το μέρος, | του πιο ψηλού βουνού, που ο ποταμός ξεχύνει | κατώκορφα την άφρη του·
    Μετάφραση (1930): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Εστία @greek‑language.gr
  3. το πίσω μέρος του βιβλίου
  4. στενή πλευρά στήλης
  5. (γενικότερα) πλάγια όψη προσώπου, το προφίλ

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

Πηγές[επεξεργασία]