κρότος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κρότος | οι | κρότοι |
γενική | του | κρότου | των | κρότων |
αιτιατική | τον | κρότο | τους | κρότους |
κλητική | κρότε | κρότοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κρότος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κρότος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈkɾo.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κρό‐τος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κρότος αρσενικό
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- κρότου λάμψης (για βλήματα, όπλα)
Συγγενικά
[επεξεργασία] ετυμολογικό πεδίο
κροτ-
κροτ-
- ανακροτικός
- αντικροτικός
- δίκροτο
- δίκροτος
- εκπυρσοκρότηση
- εκπυρσοκροτώ
- επικρότηση
- επικροτώ
- καταχειροκροτώ
- κροταλίας
- κροταλίζω
- κροτάλισμα
- κρόταλο & συγγενικά
- κροτίδα
- κροτούν
- κροτώ
- ποδοκρότημα
- ποδοκροτώ
- πολύκροτος
- πυροκροτητής
- πυροκροτικός
- συγκροτώ & συγγενικά
- τρίκροτο
- χειροκρότημα
- χειροκροτητής
- χειροκροτώ
πιθανή συγγένεια:
- κρόταφος & συγγενικά
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Παράγωγα
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- κρότος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κρότος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Κεντρικά λήμματα (νέα ελληνικά)
- Ζητούμενα λήμματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)