κρύπτω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κρύπτω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κρύπτω
Ρήμα[επεξεργασία]
κρύπτω
- (παρωχημένο) άλλη μορφή του κρύβω
[επεξεργασία]
και
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή → λείπει η κλίση
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κρύπτομαι | κρυπτόμουν(α) | θα κρύπτομαι | να κρύπτομαι | ||
β' ενικ. | κρύπτεσαι | κρυπτόσουν(α) | θα κρύπτεσαι | να κρύπτεσαι | κρύπτου | |
γ' ενικ. | κρύπτεται | κρυπτόταν(ε) | θα κρύπτεται | να κρύπτεται | ||
α' πληθ. | κρυπτόμαστε | κρυπτόμαστε κρυπτόμασταν |
θα κρυπτόμαστε | να κρυπτόμαστε | ||
β' πληθ. | κρύπτεστε | κρυπτόσαστε κρυπτόσασταν |
θα κρύπτεστε | να κρύπτεστε | κρύπτεστε | |
γ' πληθ. | κρύπτονται | κρύπτονταν κρυπτόντουσαν |
θα κρύπτονται | να κρύπτονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κρύφθηκα | θα κρυφθώ | να κρυφθώ | κρυφθεί | ||
β' ενικ. | κρύφθηκες | θα κρυφθείς | να κρυφθείς | κρύψου | ||
γ' ενικ. | κρύφθηκε | θα κρυφθεί | να κρυφθεί | |||
α' πληθ. | κρυφθήκαμε | θα κρυφθούμε | να κρυφθούμε | |||
β' πληθ. | κρυφθήκατε | θα κρυφθείτε | να κρυφθείτε | κρυφθείτε | ||
γ' πληθ. | κρύφθηκαν κρυφθήκαν(ε) |
θα κρυφθούν(ε) | να κρυφθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω κρυφθεί | είχα κρυφθεί | θα έχω κρυφθεί | να έχω κρυφθεί | κρυμμένος | |
β' ενικ. | έχεις κρυφθεί | είχες κρυφθεί | θα έχεις κρυφθεί | να έχεις κρυφθεί | ||
γ' ενικ. | έχει κρυφθεί | είχε κρυφθεί | θα έχει κρυφθεί | να έχει κρυφθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε κρυφθεί | είχαμε κρυφθεί | θα έχουμε κρυφθεί | να έχουμε κρυφθεί | ||
β' πληθ. | έχετε κρυφθεί | είχατε κρυφθεί | θα έχετε κρυφθεί | να έχετε κρυφθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν κρυφθεί | είχαν κρυφθεί | θα έχουν κρυφθεί | να έχουν κρυφθεί |
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κρύπτω
|
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κρύπτω < άγνωστης ετυμολογίας
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κρύπτω
Κλίση[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- «κρύπτω» - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- «κρύπτω» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (νέα ελληνικά)
- Επέκταση (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με άγνωστη ετυμολογία (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ελλείποντες ορισμοί (αρχαία ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)