Μετάβαση στο περιεχόμενο

κρύσταλλον

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κρύσταλλον < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή κρύσταλλον < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κρύσταλλος με μεταπλασμό σε ουδέτερo. [1] Συγκρίνετε με το κρύσταλλος
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: κρύσταλλο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κρύσταλλον ουδέτερο

  1. πάγος
    1. κομμάτι πάγου
    2.  συνώνυμα: κρύσταλλος (αρσενικό)
    3. (μεταφορικά, μετεωρολογία) η παγωνιά, το κρύο
  2. ορυκτός κρύσταλλος

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]
 ετυμολογικό πεδίο 
κρυσταλλ- 

Αναφορές

[επεξεργασία]



ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ κρύσταλλον τὰ κρύσταλλ
      γενική τοῦ κρυστάλλου τῶν κρυστάλλων
      δοτική τῷ κρυστάλλ τοῖς κρυστάλλοις
    αιτιατική τὸ κρύσταλλον τὰ κρύσταλλ
     κλητική ! κρύσταλλον κρύσταλλ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κρυστάλλω
γεν-δοτ τοῖν  κρυστάλλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κρύσταλλον, λέξη του 4ου αιώνα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κρύσταλλος με μεταπλασμό σε ουδέτερo. [1]
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: μεσαιωνικά ελληνικά: κρύσταλλον νέα ελληνικά: κρύσταλλο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κρύσταλλον ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)

  • μορφή του αρχαίου κρύσταλλος
      4ος κε αιώνας Ιουλιανός, Iulianus imperator, 341b, εκδ.Migne
    ἐγένετο δὴ οὖν ὁ χειμὼν τοῦ εἰωθότος σφοδρότερος, καὶ παρέφερεν ὁ ποταμὸς ὥσπερ μαρμάρου πλάκας· ἴστε δήπου τὸν Φρύγιον λίθον, ἐῴκει μάλιστα τὰ κρύσταλλα μεγάλα, καὶ ἐπάλληλα φερόμενα· καὶ δὴ καὶ συνεχῆ ποιεῖν ἤδη τὸν πόρον ἔμελ|λε καὶ τὸ ρεῦμα γεφυροῦν.
    Ιουλιανού του αυτοκράτορος..., σελ.40, έκδοση apud Andream Wechelum, 1566 (μεταγραμμένο Iuliani Augusti Opera, επιμ. Heinz-Günther Nesselrath)

Αναφορές

[επεξεργασία]