κτήση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κτήση | οι | κτήσεις |
γενική | της | κτήσης* | των | κτήσεων |
αιτιατική | την | κτήση | τις | κτήσεις |
κλητική | κτήση | κτήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, κτήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κτήση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κτήση θηλυκό
- η απόχτηση
- η ιδιοκτησία, η κατοχή
- η χώρα που κατέχεται από ξένη μεγάλη δύναμη, η υποτελής χώρα, η αποικία, το προτεκτοράτο