κτήση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κτήση οι κτήσεις
      γενική της κτήσης* των κτήσεων
    αιτιατική την κτήση τις κτήσεις
     κλητική κτήση κτήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, κτήσεως
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κτήση < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κτήση θηλυκό

  1. η απόχτηση
  2. η ιδιοκτησία, η κατοχή
  3. η χώρα που κατέχεται από ξένη μεγάλη δύναμη, η υποτελής χώρα, η αποικία, το προτεκτοράτο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]