Μετάβαση στο περιεχόμενο

κτενάς

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: κτενᾶς, Κτενάς, κτένας
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κτενάς οι κτενάδες
      γενική του κτενά των κτενάδων
    αιτιατική τον κτενά τους κτενάδες
     κλητική κτενά κτενάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κτενάς < κτέν(α) + -άς

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κτενάς αρσενικό

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]