κτέρισμα
(Ανακατεύθυνση από κτερίσματα)
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κτέρισμα < αρχαία ελληνική κτερίσματα < κτερίζω < κτέρεα < κτέρας < κτάομαι / κτῶμαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *tk-e-tróm < *tek- (αποκτώ)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κτέρισμα ουδέτερο
- (συνήθως στον πληθυντικό) αντικείμενο με μεγάλη αξία ή προσωπικό αντικείμενο του νεκρού που τοποθετούνταν στον τάφο του κατά την αρχαιότητα
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη κτερίζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κτέρισμα
|