κτηματικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: κτηματολογικός

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κτηματικός η κτηματική το κτηματικό
      γενική του κτηματικού της κτηματικής του κτηματικού
    αιτιατική τον κτηματικό την κτηματική το κτηματικό
     κλητική κτηματικέ κτηματική κτηματικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κτηματικοί οι κτηματικές τα κτηματικά
      γενική των κτηματικών των κτηματικών των κτηματικών
    αιτιατική τους κτηματικούς τις κτηματικές τα κτηματικά
     κλητική κτηματικοί κτηματικές κτηματικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κτηματικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κτηματικός < αρχαία ελληνική κτῆμα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kti.ma.tiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κτη‐μα‐τι‐κός

Επίθετο[επεξεργασία]

κτηματικός, -ή, -ό

  • που έχει σχέση με κτήμα(τα), ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτά

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική κτηματικός κτηματική τὸ κτηματικόν
      γενική τοῦ κτηματικοῦ τῆς κτηματικῆς τοῦ κτηματικοῦ
      δοτική τῷ κτηματικ τῇ κτηματικ τῷ κτηματικ
    αιτιατική τὸν κτηματικόν τὴν κτηματικήν τὸ κτηματικόν
     κλητική ! κτηματικέ κτηματική κτηματικόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ κτηματικοί αἱ κτηματικαί τὰ κτηματικᾰ́
      γενική τῶν κτηματικῶν τῶν κτηματικῶν τῶν κτηματικῶν
      δοτική τοῖς κτηματικοῖς ταῖς κτηματικαῖς τοῖς κτηματικοῖς
    αιτιατική τοὺς κτηματικούς τὰς κτηματικᾱ́ς τὰ κτηματικᾰ́
     κλητική ! κτηματικοί κτηματικαί κτηματικᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ κτηματικώ τὼ κτηματικᾱ́ τὼ κτηματικώ
      γεν-δοτ τοῖν κτηματικοῖν τοῖν κτηματικαῖν τοῖν κτηματικοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κτηματικός (ελληνιστική κοινή)< αρχαία ελληνική κτῆμα, κτηματ- + -ικός

Επίθετο[επεξεργασία]

κτηματικός, -ή, -όν

Πηγές[επεξεργασία]