κτηματογράφηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κτηματογράφηση οι κτηματογραφήσεις
      γενική της κτηματογράφησης* των κτηματογραφήσεων
    αιτιατική την κτηματογράφηση τις κτηματογραφήσεις
     κλητική κτηματογράφηση κτηματογραφήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, κτηματογραφήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κτηματογράφηση < κτήμα + -ο- + -γράφηση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κτηματογράφηση θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]