κτηματολόγιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κτηματολόγιο | τα | κτηματολόγια |
γενική | του | κτηματολόγιου & κτηματολογίου |
των | κτηματολόγιων & κτηματολογίων |
αιτιατική | το | κτηματολόγιο | τα | κτηματολόγια |
κλητική | κτηματολόγιο | κτηματολόγια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κτηματολόγιο < κτήματο(ς) + -λόγιο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κτηματολόγιο ουδέτερο
- δημόσιο βιβλίο, ή ηλεκτρονικό μητρώο στο οποίο είναι καταγεγραμμένα λεπτομερειακά (θέση, έκταση, κυριότητα και αξία) τα ακίνητα μιας περιοχής
- η υπηρεσία υπεύθυνη για την κυριότητα και μεταβίβαση κτημάτων