κτηματομεσιτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κτηματομεσιτικός < κτηματομεσίτης + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
κτηματομεσιτικός
- που έχει σχέση με κτηματομεσίτη, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτόν
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κτηματομεσιτικός
|