κτηματομεσιτικός
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κτηματομεσιτικός < κτηματομεσίτης + -ικός
Επίθετο
[επεξεργασία]κτηματομεσιτικός
- που έχει σχέση με κτηματομεσίτη, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτόν
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κτηματομεσιτικός
|