κτηνοβατώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κτηνοβατώ < ελληνιστική κοινή κτηνοβατέω < κτηνοβάτης < αρχαία ελληνική κτῆνος + βαίνω
Ρήμα[επεξεργασία]
κτηνοβατώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κτηνοβατώ
|