κτυπώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κτυπώ < αρχαία ελληνική κτυπέω / κτυπῶ < κτύπος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ktiˈpo/

Ρήμα[επεξεργασία]

κτυπώ (παθητική φωνή: κτυπιέμαι)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]