κτυπῶ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: κτυπώ, χτυπώ

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κτυπῶ < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κτυπῶ, συνηρμένος τύπος του κτυπέω < κτύπος

Ρήμα[επεξεργασία]

κτυπῶ

Ρηματικοί τύποι[επεξεργασία]

με χτ- → δείτε τη λέξη χτυπῶ

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη κτύπος

Σύνθετα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

κτυπῶ