κτύπος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κτύπος | οι | κτύποι |
γενική | του | κτύπου | των | κτύπων |
αιτιατική | τον | κτύπο | τους | κτύπους |
κλητική | κτύπε | κτύποι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κτύπος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κτύπος. Συγκρίνετε με το χτύπος.
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κτύπος αρσενικό
- παλιότερη μορφή του χτύπος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κτύπος
|
Πηγές[επεξεργασία]
- «κτύπος κ. χτύπος» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ΣτΕ: Λεξικά για την κοινή νεοελληνική, λήμμα χτύπος
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κτύπος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κτύπος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κτύπος αρσενικό
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- κτύπος ἀζαρίου (για βιαστική, επιπόλαιη ενέργεια)
Συγγενικά[επεξεργασία]
ετυμολογικό πεδίο
κτυπ-
κτυπ-
θέμα κτυπ- (για θέμα χτυπ- δείτε χτύπος)
- ἀεροκτύπητος
- ἀκτύπημα
- ἀκτύπητα (επίρρημα)
- ἀκτύπητος
- ἀλληλόκτυπος
- ἀνεκτύπητος
- ἀπερίκτυπος
- ἀπερικτυπήτως
- ἀποκτύπημα
- ἀποκτυπημός
- ἀπόκτυπο
- ἀπόκτυπος
- ἀποκτυπῶ
- βαρβιτοναβλοπλινθοκυμβαλοκτύπος
- βαρυκτυπέω, βαρυκτυπῶ
- βομβοκτυπίζω
- βροντόκτυπος
- βροντοκτυπῶ
- δευτεροκτυπῶ
- διακτυπέω
- ἔκτυπος
- ἐγκτυπέομαι
- ἐπικτύπησις
- εὐρόκτυπος
- εὐρύκτυπος
- θεόκτυπος
- θυροκτυπέω
- κατακτυπισμός
- κατακτυπῶ
- κονταροκτύπημα
- κονταροκτυπῶ
- κτυπάγω
- κτύπημα, ἀκτύπημα
- κτυπημός
- κτυποκάρδιος
- κτυπῶ
- κτυπώδης
- κωλοκτυποῦμαι
- λυροκτύπομαι
- μεγαλόκτυπος
- μυδροκτυπέω
- ξανακτυπῶ
- ὁπλοκτυπία
- ὀρεσίκτυπος
- ὀροκτύπος
- ὀρχιδοκωλοκτύπησις
- παρακτυπέω
- περιεκτυπέω
- περικτύπησις
- ποδοκτυπέω
- πολύκτυπος
- προσκτυπέω
Πηγές[επεξεργασία]
- κτύπος - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | κτύπος | οἱ | κτύποι |
γενική | τοῦ | κτύπου | τῶν | κτύπων |
δοτική | τῷ | κτύπῳ | τοῖς | κτύποις |
αιτιατική | τὸν | κτύπον | τοὺς | κτύπους |
κλητική ὦ! | κτύπε | κτύποι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κτύπω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | κτύποιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Πηγές[επεξεργασία]
- κτύπος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κτύπος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ουσιαστικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Κεντρικά λήμματα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'δρόμος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Ζητούμενα λήμματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)