κυάλι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κυάλι | τα | κυάλια |
γενική | του | κυαλιού | των | κυαλιών |
αιτιατική | το | κυάλι | τα | κυάλια |
κλητική | κυάλι | κυάλια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κυάλι < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κυάλι ουδέτερο
- το κιάλι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κυάλι
|