κυανόλευκο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κυανόλευκο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου κυανόλευκος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ci.aˈno.lef.ko/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κυ‐α‐νό‐λευ‐κο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κυανόλευκο ουδέτερο
- (χρώμα) συνώνυμο του γαλανόλευκο
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κυανόλευκο
|