κυβεία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κυβεία οι κυβείες
      γενική της κυβείας των κυβειών
    αιτιατική την κυβεία τις κυβείες
     κλητική κυβεία κυβείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κυβεία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κυβεία → δείτε τη λέξη κύβος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κυβεία θηλυκό (αρχαιοπρεπές) [1]

  1. το παίξιμο των ζαριών [1]
  2. παράνομη απόκτηση κερδών από το χρηματιστήριο [1]
  3. (άλλες χρήσεις της λέξης) τυχερό παιχνίδι
    ※  Στο Νόμο αυτό- “επιδίδομαι σε κυβεία” με τις γραμματικές του αλλαγές και συναφείς εκφράσεις, σημαίνει παίζω, ή επιδίδομαι σε οποιοδήποτε τυχερό παιγνίδι ή παιγνίδι μεικτό τύχης και δεξιότητας, για χρήματα ή για αντάλλαγμα χρημάτων (Ο περί Οίκων Στοιχημάτων, Οίκων Κυβείας και Παρεμποδίσεως της Κυβείας Νόμος (ΚΕΦ.151), Νόμος του Κυπριακού Κράτους, ανάκτηση 25/7/2021, Παγκύπριος Δικηγορικός Σύλλογος, cylaw.org)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. 1,0 1,1 1,2 Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
κῠβειᾱ-
ονομαστική κυβεί αἱ κυβεῖαι
      γενική τῆς κυβείᾱς τῶν κυβειῶν
      δοτική τῇ κυβεί ταῖς κυβείαις
    αιτιατική τὴν κυβείᾱν τὰς κυβείᾱς
     κλητική ! κυβεί κυβεῖαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κυβεί
γεν-δοτ τοῖν  κυβείαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'χώρα' όπως «χώρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κυβεία < → δείτε τις λέξεις κυβεύω και κύβος λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κυβεία θηλυκό

  • το τυχερό παιχνίδι με τα ζάρια

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη κύβος

Πηγές[επεξεργασία]