κυβερνητική
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κυβερνητική < λόγιο ενδογενές δάνειο: άμεσο δάνειο από την αγγλική cybernetics ή άμεσο δάνειο από τη γαλλική cybernétique • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κυβερνητική θηλυκό
- (επιστήμη) η μελέτη, ανάλυση και ρύθμιση της επικοινωνίας στους ζώντες οργανισμούς και τις μηχανές
- ※ Η κυβερνητική γίνεται έτσι η επιστήμη βασικά της πληροφορίας. Θα δούμε ότι πάρα πολλοί συγγραφείς συμφωνούν στο να κάνουν τη μαθηματική θεωρία της πληροφορίας συστατικό μέρος της κυβερνητικής. Έτσι η κυβερνητική θα έχει επίσης για αντικείμενό της τη γενική μελέτη των σημάτων ή των συστημάτων σημάτων, πάντοτε με σκοπό να παρέχονται στοιχεία της μεταβίβασής τους […]. Τα δυο λοιπόν θέματα της διεύθυνσης και της επικοινωνίας συνδέονται στενά.
- Ζακ Γκυγιωμώ [Jacques Guillaumaud], Κυβερνητική και διαλεκτικός υλισμός, μετάφραση από τα γαλλικά: Κώστας Φιλίνης, (Αθήνα: Θεμέλιο, 1975), σ. 19.
- ※ Η κυβερνητική γίνεται έτσι η επιστήμη βασικά της πληροφορίας. Θα δούμε ότι πάρα πολλοί συγγραφείς συμφωνούν στο να κάνουν τη μαθηματική θεωρία της πληροφορίας συστατικό μέρος της κυβερνητικής. Έτσι η κυβερνητική θα έχει επίσης για αντικείμενό της τη γενική μελέτη των σημάτων ή των συστημάτων σημάτων, πάντοτε με σκοπό να παρέχονται στοιχεία της μεταβίβασής τους […]. Τα δυο λοιπόν θέματα της διεύθυνσης και της επικοινωνίας συνδέονται στενά.
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κυβερνητική
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]κυβερνητική θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του κυβερνητικός
Ομώνυμα / Ομόηχα
[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]κυβερνητική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου κυβερνητικός (κυβερνητική τέχνη)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κυβερνητική θηλυκό
- η τέχνη του κυβερνήτη, αυτού που οδηγεί πλοίο
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]κυβερνητική θηλυκό
- θηλυκό του κυβερνητικός
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επιστήμες (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)