κυβερνητική
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κυβερνητική < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κυβερνητική θηλυκό
- η βιοκυβερνητική, η μελέτη του ευρύτερου κυβερνοχώρου και των αλληλεπιδράσεων μεταξύ έμβιων όντων και μηχανών
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κυβερνητική
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
κυβερνητική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του κυβερνητικός
[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
κυβερνητική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου κυβερνητικός (κυβερνητική τέχνη)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κυβερνητική θηλυκό
- η τέχνη του κυβερνήτη, αυτού που οδηγεί πλοίο
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
κυβερνητική
- θηλυκό του κυβερνητικός
Κατηγορίες:
- Επέκταση
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)