κυβερνητική

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κυβερνητική < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κυβερνητική θηλυκό

  1. η βιοκυβερνητική, η μελέτη του ευρύτερου κυβερνοχώρου και των αλληλεπιδράσεων μεταξύ έμβιων όντων και μηχανών

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

κυβερνητική

Ομώνυμα / Ομόηχα[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κυβερνητική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου κυβερνητικός (κυβερνητική τέχνη)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κυβερνητική θηλυκό

  1. η τέχνη του κυβερνήτη, αυτού που οδηγεί πλοίο

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

κυβερνητική