κυβερνοχώρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κυβερνοχώρος < κυβερνο- + χώρος ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική cyberspace)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κυβερνοχώρος αρσενικό
- (νεολογισμός) (διαδίκτυο) ο εικονικός, πλασματικός χώρος που δημιουργείται χάρη στις εφαρμογές της κυβερνητικής, (επικοινωνία μεταξύ μηχανικών και ηλεκτρονικών συσκευών) και συνήθως σε σύνδεση με το διαδίκτυο (ίντερνετ)
- δίκτυο ανταλλαγής πληροφορίας χωρίς αναγκαστικά να είναι συνδεδεμένο με το διαδίκτυο
- (όμως το διαδίκτυο είναι σαφώς ο πληρέστερος κυβερνοχώρος)
- (πληροφορική) η τρισδιάστατη απεικόνιση ενός εικονικού περιβάλλοντος μέσα σε ένα ηλεκτρονικό δίκτυο
Συγγενικά
[επεξεργασία]Υπώνυμα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κυβερνοχώρος
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα κυβερνο- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Διαδίκτυο (νέα ελληνικά)
- Πληροφορική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)