κυβερνώντας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: κυβερνῶντας

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ci.veɾˈnon.das/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κυ‐βερ‐νώ‐ντας

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

κυβερνώντας: η άκλιτη νεοελληνική μετοχή

Μετοχή[επεξεργασία]

κυβερνώντας άκλιτο

Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κυβερνών
κυβερνώντας
η κυβερνώσα το κυβερνών
      γενική του κυβερνώντος
κυβερνώντα
της κυβερνώσας
κυβερνώσης*
του κυβερνώντος
    αιτιατική τον κυβερνώντα την κυβερνώσα το κυβερνών
     κλητική κυβερνών
κυβερνώντα
κυβερνώσα κυβερνών
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κυβερνώντες οι κυβερνώσες τα κυβερνώντα
      γενική των κυβερνώντων των κυβερνωσών των κυβερνώντων
    αιτιατική τους κυβερνώντες τις κυβερνώσες τα κυβερνώντα
     κλητική κυβερνώντες κυβερνώσες κυβερνώντα
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ῶν -ῶσα, -ῶν από συναίρεση -άων, -άουσα, -άον
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές.
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'κυβερνών', Κατηγορία όπως «κυβερνώντας» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
κυβερνώντας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κυβερν(ῶν) μετοχή παθητικού αορίστου του ρήματος κυβερνῶ + -ώντας από την αιατιατική «τον κυβερνώντα»

Μετοχή[επεξεργασία]

κυβερνώντας, -ώσα, -ών

Μεταφράσεις[επεξεργασία]