κυδώνι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κυδώνι | τα | κυδώνια |
γενική | του | κυδωνιού | των | κυδωνιών |
αιτιατική | το | κυδώνι | τα | κυδώνια |
κλητική | κυδώνι | κυδώνια | ||
όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κυδώνι < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κυδώνι ουδέτερο
- (φρούτο) ο καρπός του φυτού κυδωνιά(Cydonia oblonga), που ανήκει στα εσπεριδοειδή
- (γλυκό) το κυδώνι γλυκό του κουταλιού, συνήθως μαζί με λίγα αμύγδαλα
- (ζωολογία) δίθυρο μαλάκιο της οικογένειας "Καρδιίδες" (Cardiidae)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
το φρούτο