κυκλικώς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: κυκλικῶς

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κυκλικώς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κυκλικῶς. Συγχρονικά αναλύεται σε κυκλικ(ός) + -ώς.

Επίρρημα[επεξεργασία]

κυκλικώς

Πηγές[επεξεργασία]