κυκλοφορητής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κυκλοφορητής < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κυκλοφορητής αρσενικό
- μηχανισμός που χρησιμοποιείται σε συστήματα κεντρικής θέρμανσης για να μεταφέρει το νερό από τον λέβητα στο υπόλοιπο σύστημα
- κύριε διαχειριστά, μη μου πείτε πάλι ότι φταίει ο κυκλοφορητής που δεν ζεσταινόμαστε εμείς του τελευταίου πατώματος, αφού ανάψατε το καλοριφέρ μόνο δύο ώρες
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κυκλοφορητής
|