κυκλοφορητής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κυκλοφορητής οι κυκλοφορητές
      γενική του κυκλοφορητή των κυκλοφορητών
    αιτιατική τον κυκλοφορητή τους κυκλοφορητές
     κλητική κυκλοφορητή κυκλοφορητές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κυκλοφορητής < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κυκλοφορητής αρσενικό

  1. μηχανισμός που χρησιμοποιείται σε συστήματα κεντρικής θέρμανσης για να μεταφέρει το νερό από τον λέβητα στο υπόλοιπο σύστημα
    κύριε διαχειριστά, μη μου πείτε πάλι ότι φταίει ο κυκλοφορητής που δεν ζεσταινόμαστε εμείς του τελευταίου πατώματος, αφού ανάψατε το καλοριφέρ μόνο δύο ώρες

Μεταφράσεις[επεξεργασία]