κυκλωτικώς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κυκλωτικώς < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα κυκλωτικῶς, ήδη το 1889.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε κυκλωτικ(ός) + -ώς.
Επίρρημα[επεξεργασία]
κυκλωτικώς
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ σελ. 581, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
Πηγές[επεξεργασία]
- «κυκλωτικός» (& κυκλωτικά, -ώς) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)