κυκλώπειος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κυκλώπειος < αρχαία ελληνική κυκλώπειος < Κύκλωψ
Επίθετο
[επεξεργασία]κυκλώπειος, -α, -ο
- σχετικός με τους Κύκλωπες
- γιγαντιαίος, τεράστιος
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κυκλώπειος
|