κυλίστρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κυλίστρα οι κυλίστρες
      γενική της κυλίστρας των (κυλιστρών)
    αιτιατική την κυλίστρα τις κυλίστρες
     κλητική κυλίστρα κυλίστρες
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κυλίστρα < κυλιστής + κατάληξη θηλυκού -τρα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κυλίστρα θηλυκό

→ δείτε τη λέξη κυλιστής

Μεταφράσεις[επεξεργασία]