κυλινδρικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κυλινδρικά < κυλινδρικός + -ά
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ci.lin.ðɾiˈka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κυ‐λιν‐δρι‐κά
Επίρρημα[επεξεργασία]
κυλινδρικά
- με κυλινδρικό τρόπο
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη κύλινδρος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κυλινδρικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
κυλινδρικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του κυλινδρικός