κυλλός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική κυλλός κυλλή τὸ κυλλόν
      γενική τοῦ κυλλοῦ τῆς κυλλῆς τοῦ κυλλοῦ
      δοτική τῷ κυλλ τῇ κυλλ τῷ κυλλ
    αιτιατική τὸν κυλλόν τὴν κυλλήν τὸ κυλλόν
     κλητική ! κυλλέ κυλλή κυλλόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ κυλλοί αἱ κυλλαί τὰ κυλλᾰ́
      γενική τῶν κυλλῶν τῶν κυλλῶν τῶν κυλλῶν
      δοτική τοῖς κυλλοῖς ταῖς κυλλαῖς τοῖς κυλλοῖς
    αιτιατική τοὺς κυλλούς τὰς κυλλᾱ́ς τὰ κυλλᾰ́
     κλητική ! κυλλοί κυλλαί κυλλᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ κυλλώ τὼ κυλλᾱ́ τὼ κυλλώ
      γεν-δοτ τοῖν κυλλοῖν τοῖν κυλλαῖν τοῖν κυλλοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κυλλός < κυλ-νός[1] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(s)kel- ‎(κάμπτω, κυρτώνω)

Επίθετο[επεξεργασία]

κυλλός, -ή, -όν

  1. χωλός, κουλός (και στην καθαρεύουσα)
     αντώνυμα: βλαισός
  2. (γενικότερα) παραμορφωμένος
  3. στρεβλός
  4. (ελληνιστική σημασία) → δείτε το  (ουσιαστικοποιημένο) κυλλά: (λογοτεχνία) οι χωλίαμβοι

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. s.v. κύκλος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

Πηγές[επεξεργασία]