κυλόττα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κυλόττα οι κυλόττες
      γενική της κυλόττας των κυλοττών
    αιτιατική την κυλόττα τις κυλόττες
     κλητική κυλόττα κυλόττες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κυλόττα < (λόγιο δάνειο) γαλλική culotte +

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ciˈlo.ta/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κυλόττα θηλυκό

  • παρωχημένη γραφή του κιλότα κατά τη γαλλική ορθογραφία

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]