κυλόττα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κυλόττα | οι | κυλόττες |
γενική | της | κυλόττας | των | κυλοττών |
αιτιατική | την | κυλόττα | τις | κυλόττες |
κλητική | κυλόττα | κυλόττες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κυλόττα < (λόγιο δάνειο) γαλλική culotte + -α
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κυλόττα θηλυκό
- παρωχημένη γραφή του κιλότα κατά τη γαλλική ορθογραφία
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κυλόττα
→ δείτε τη λέξη κιλότα |
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Όροι με παρωχημένη γραφή (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)