κυνηγάρης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | κυνηγάρης | η | κυνηγάρα | το | κυνηγάρικο |
γενική | του | κυνηγάρη | της | κυνηγάρας | του | κυνηγάρικου |
αιτιατική | τον | κυνηγάρη | την | κυνηγάρα | το | κυνηγάρικο |
κλητική | κυνηγάρη | κυνηγάρα | κυνηγάρικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | κυνηγάρηδες | οι | κυνηγάρες | τα | κυνηγάρικα |
γενική | των | κυνηγάρηδων | — | των | κυνηγάρικων | |
αιτιατική | τους | κυνηγάρηδες | τις | κυνηγάρες | τα | κυνηγάρικα |
κλητική | κυνηγάρηδες | κυνηγάρες | κυνηγάρικα | |||
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κυνηγάρης < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κυνηγάρης
Επίθετο[επεξεργασία]
κυνηγάρης, -α, -ικο
- άλλη μορφή του κυνηγιάρης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κυνηγάρης
|