κυνηγέσιον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ κυνηγέσιον τὰ κυνηγέσι
      γενική τοῦ κυνηγεσίου τῶν κυνηγεσίων
      δοτική τῷ κυνηγεσί τοῖς κυνηγεσίοις
    αιτιατική τὸ κυνηγέσιον τὰ κυνηγέσι
     κλητική ! κυνηγέσιον κυνηγέσι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κυνηγεσίω
γεν-δοτ τοῖν  κυνηγεσίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κυνηγέσιον < κυνηγετέω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κυνηγέσιον ουδέτερο

  1. η συνοδεία σκύλων στο κυνήγι
  2. το κυνήγι
     συνώνυμα: κυνηγεσία (ελληνιστική κοινή)
  3. το θήραμα που πιάνεται στο κυνήγι

Πηγές[επεξεργασία]